βρομιάρης

βρομιάρης
-ιάρα, -ιάρικο [βρομιά]
1. ακάθαρτος, λερωμένος
2. βρομερός, ανήθικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βρομιάρης, -α, -ικο — ο βρομερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρομιάρικος — η, ο βρομιάρης, λερωμένος …   Dictionary of Greek

  • γλιδιάρης — και λιγδιάρης, α, ικο λερωμένος, βρομιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λιγδιάρης] …   Dictionary of Greek

  • γύφτος — ο, θηλ. γύφτισσα (Μ γύφτος) 1. αθίγγανος, τσιγγάνος 2. σιδεράς 3. γανωτής, χαλκοματάς 4. άνθρωπος πολύ μελαχρινός 5. ρυπαρός, ακάθαρτος, βρομιάρης, ατημέλητος 6. άξεστος 7. τσιγγούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγύπτιος, με σίγηση τού αρκτικού Αι και τροπή… …   Dictionary of Greek

  • κοπρίτης — ο (Μ κοπρίτης) [κόπρος (Ι)] βρομιάρης νεοελλ. 1. αυτός που ζει μόνο για να κοπρίζει, τεμπέλης, οκνηρός, ανίκανος 2. νωθρός και δειλός, άνανδρος 3. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και κυκλοφορεί αδέσποτο, κοπρόσκυλο …   Dictionary of Greek

  • κόπρειος — κόπρειος, εία, ον (Α) [κόπρος (Ι)] 1. ρυπαρός, αηδής, βρομιάρης, κοπρίτης 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόπρειοι κωμικό λογοπαίγνιο για τους κατοίκους τού δήμου τής Αττικής Κόπρος («τοῡτ εἶπεν ἀνὴρ Κόπρειος», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • λιγδής — και λίγδης, ο, θηλ. λιγδού [λίγδα] λιγδιάρης, βρομιάρης, ρυπαρός …   Dictionary of Greek

  • λιγδερός — ή, ό [λίγδα] 1. αυτός που περιέχει πολλές λιπαρές ουσίες, λιπαρός 2. βρομιάρης, λιγδιάρης 3. ολισθηρός, γλιστερός …   Dictionary of Greek

  • λιγδιάρης — α, ικο γεμάτος λίγδες, βρομιάρης, ρυπαρός, ακάθαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα] …   Dictionary of Greek

  • μουρδούλης — ο [μούρδας] βρομιάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”